- περιαναγκάζω
- περι-αναγκάζω, herumzwängen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιαναγκάζω — Α αναγκάζω κάτι με τη βία … Dictionary of Greek
περιαναγκάζειν — περιαναγκάζω force round pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαναγκάζοντες — περιαναγκάζω force round pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαναγκάσαι — περιαναγκά̱σᾱͅ , περιαναγκάζω force round fut part act fem dat sg (doric) περιαναγκάζω force round aor inf act περιαναγκάσαῑ , περιαναγκάζω force round aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγκάζω — (Α ἀναγκάζω) 1. πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, επιβάλλω με τη βία 2. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον στενοχωρώντας τον, τόν στενοχωρώ, τόν φέρνω σε δύσκολη θέση αρχ. ισχυρίζομαι, επιμένω ότι κάτι… … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
περιανάγκασις — άσεως, ἡ, Α [περιαναγκάζω] εξαναγκασμός … Dictionary of Greek